ανασκευάζω — (Α ἀνασκευάζω) [σκευάζω] 1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία αρχ. Ι. ενεργ. 1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση 2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω II. μέσ. 1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ 2. διαλύομαι, χρεωκοπώ … Dictionary of Greek
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
μουφλουζεύω — [μουφλούζης] γίνομαι μουφλούζης, χρεωκοπώ, πτωχεύω … Dictionary of Greek
μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
μπατίρω — και μπατιρίζω 1. χρεωκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά, μένω αδέκαρος 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. μτφ. παθαίνω σωματική κατάρρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batirmak] … Dictionary of Greek
ναυαγώ — (ΑΜ ναυαγῶ, έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) [ναυαγός] 1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.)… … Dictionary of Greek
ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek